Η Σκοποβολή είναι άθλημα ακριβείας και έκανε την εμφάνιση της για πρώτη φορά στους Παραολυμπιακούς αγώνες του Arnhem, το 1980. Η σκοποβολή για τους αθλητές με αναπηρία έχει τους ίδιους κανονισμούς με την σκοποβολή των αρτιμελών με κάποιες αναγκαστικές διαφοροποιήσεις. Οι σκοπευτές αγωνίζονται με τουφέκι ή πιστόλι, τα οποία είναι ή αεροβόλα ή πυροβόλα ραβδωτά. Υπάρχουν αγωνίσματα 10μ. 25μ. και 50μ. Ανάλογα με τον τύπο όπλου και την απόσταση, χρησιμοποιούνται πέντε διαφορετικοί στόχοι. Οι στόχοι είναι ηλεκτρονικοί. Το άθλημα διέπεται από τους Κανονισμούς της Επιτροπής Σκοποβολής της IPC. Οι Κανονισμοί της Σκοποβολής διαφέρουν ανάλογα με τον αγώνα, την απόσταση, το είδος του στόχου, το όπλο, τη στάση του σκοπευτή κατά την βολή, τον αριθμό των βολών, και το χρόνο μέσα στον οποίο πρέπει να ρίξει τις βολές του. Οι διαγωνιζόμενοι κερδίζουν βαθμούς ανάλογα με την αξία των βολών τους. Κάθε αγώνας αποτελείται από ένα γύρο κατάταξης και έναν τελικό. Η βαθμολογία του τελικού γύρου προστίθεται στη βαθμολογία του γύρου κατάταξης. Ο στόχος των γύρων κατάταξης αποτελείται από 10 ομόκεντρους κύκλους με βαθμολογία από το 1 έως το 10. Ο κεντρικός κύκλος δίνει 10 βαθμούς και ο τελευταίος εξωτερικά 1. Στους τελικούς αγώνες οι κύκλοι του στόχου διαιρούνται σε περισσότερους κύκλους και το 10,9 αποτελεί τον υψηλότερο βαθμό για μια βολή.
Στην σκοποβολή μπορούν να λάβουν μέρος αθλητές με ακρωτηριασμό, εγκεφαλική παράλυση, κακώσεις νωτιαίου μυελού, les autres. Το σύστημα αξιολόγησης στην σκοποβολή χωρίζεται σε δυο κύριες αγωνιστικές κατηγορίες:
- SH1: Αθλητές στο Πιστόλι και το Τουφέκι που δεν χρειάζονται στήριγμα για το όπλο για να στοχεύσουν.
- SH2: Αθλητές στο Τουφέκι οι οποίοι έχουν μετρήσιμη και /ή ορατή μόνιμη αναπηρία των άνω άκρων και δεν μπορούν να υποστηρίξουν το βάρος του τουφεκιού και για αυτό το λόγο χρειάζονται στήριγμα για να στοχεύσουν.